φιλονίκει — φιλονί̱κει , φιλονεικέω pres imperat act 2nd sg (attic epic) φιλονί̱κει , φιλονεικέω imperf ind act 3rd sg (attic epic) φιλονικέω to be fond of victory pres imperat act 2nd sg (attic epic) φιλονικέω to be fond of victory imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναμφισβήτητος — η, ο (Α ἀναμφισβήτητος, ον) [ἀμφισβητῶ] αυτός που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, αδιαφιλονίκητος, αναμφίβολος, αναντίρρητος αρχ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν φιλονικεί, δεν λογομαχεί 2. «ἀναμφισβήτητος χώρα», θέση ορισμένη, γνωστή … Dictionary of Greek
λογομάχος — ο (Α λογομάχος) αυτός που μάχεται με λόγια, αυτός που φιλονικεί, φιλόνικος, εριστικός αρχ. αυτός που αντιμάχεται τον Λόγο … Dictionary of Greek
φιλόνικος — και φιλόνεικος, η, ο / φιλόνικος και φιλόνεικος, ον, ΝΜΑ αυτός που τού αρέσει να φιλονικεί, φίλερις, καβγατζής αρχ. 1. (με θετική σημ.) φιλότιμος («ἀντὶ φιλονείκων καὶ φιλοτίμων ἀνδρῶν φιλοχρήματοι τελευτῶντες ἐγένοντο», Πλάτ.) 2. (το ουδ ως… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek